превосходство
Russian > Greek
ὑπεροχή, ἐπικράτεια, ὑπερβολή, πλεονέκτημα, διαφορά, περισσότης, περιττότης, ἐξοχή, πλεονεξία, περισσόν, περιουσία
ὑπεροχή, ἐπικράτεια, ὑπερβολή, πλεονέκτημα, διαφορά, περισσότης, περιττότης, ἐξοχή, πλεονεξία, περισσόν, περιουσία