свидетельство
Russian > Greek
ἀνθομολόγησις, δήλωμα, μνῆμα, μνᾶμα, χρηματισμός, τεκμήριον, δεῖγμα, μάρτυς, μαρτύριον, μαρτύρημα, μαρτυρία, ἐπιμαρτύρησις
ἀνθομολόγησις, δήλωμα, μνῆμα, μνᾶμα, χρηματισμός, τεκμήριον, δεῖγμα, μάρτυς, μαρτύριον, μαρτύρημα, μαρτυρία, ἐπιμαρτύρησις