узкий проход
Russian > Greek
σύγκλεισις, ξύγκλῃσις, στεῖνος, στενωπός, στεινωπός, στενόν, στεινόν, στενοπορία, στενόπορον, στεινόπορον, ῥώξ
σύγκλεισις, ξύγκλῃσις, στεῖνος, στενωπός, στεινωπός, στενόν, στεινόν, στενοπορία, στενόπορον, στεινόπορον, ῥώξ