στενοπορία
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ἡ, narrow way, defile, X.HG 3.5.20, D.C.48.41.
German (Pape)
[Seite 935] ἡ, Engweg, D. Cass. 48, 41.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
passage étroit.
Étymologie: στενόπορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στενοπορία -ας, ἡ [στενόπορος] nauwe doorgang.
Russian (Dvoretsky)
στενοπορία: ἡ узкий проход, теснина, ущелье (Xen. - v.l. στενοχωρία).
Greek (Liddell-Scott)
στενοπορία: ἡ, στενὸς δρόμος ἢ διάβασις, πέραμα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20 (διάφορ. γραφ. -χωρία, πρβλ. 1. 3, 7), Δίων Κ. 48. 41· πρβλ. δυσπορία.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και στενοποριά Ν στενόπορος
στενή διάβαση, στενό πέρασμα, στενωπός.
Greek Monotonic
στενοπορία: ἡ, στενός δρόμος ή στενό πέρασμα, σοκάκι, στενωπός, σε Ξεν.
Middle Liddell
στενο-πορία, ἡ,
a narrow way or pass, Xen. [from στενόπορος