флот
Russian > Greek
στρατεία, στρατός, κᾶλον, ναυτική, στρατόπεδον, ναυτικόν, ἐπίπλοος, ἐπίπλους, ναυβάτης στόλος, ναυτικὸν στράτευμα, ναυτικὸς στρατός, νεῶν στόλος, νῆες, στόλος, στράτευμα ναυτικόν, στρατὸς ναυβάτας, στρατὸς ναυτικός, στρατὸς νηΐτης, τὸ ναυτικόν