фортификация
Russian > Greek
διατειχισμός, διοικοδόμησις, ἐκτειχισμός, ἐπιτείχισις, ὀχύρωσις, περιτείχισις, τείχισις, τειχισμός, χαράκωσις
διατειχισμός, διοικοδόμησις, ἐκτειχισμός, ἐπιτείχισις, ὀχύρωσις, περιτείχισις, τείχισις, τειχισμός, χαράκωσις