ἀβάκχευτος
English (LSJ)
ἀβάκχευτον, uninitiated in Bacchic orgies, E.Ba.472: generally, joyless, Id.Or.319:—in late Prose, Luc.Laps.3, Jul.Or.7.221d.
Spanish (DGE)
-ον
1 no iniciado en los ritos báquicos de pers. ἄρρητ' ἀβακχεύτοισιν εἰδέναι βροτῶν E.Ba.472, ἀβάκχευτον περιεῖδεν Luc.Symp.3, πολὺν ἀβάκχευτοι χρόνον ... μένοντες Iul.Or.7.221d.
2 de cosas no orgiástico, sin relación con los ritos báquicos ἀ. θίασος E.Or.319, πηγή Philostr.Im.1.23.2.
3 que no bebe vino, sin vino de los árabes, Nonn.D.40.295, 17.96, τράπεζα Nonn.Par.Eu.Io.2.3.
German (Pape)
[Seite 2] ohne Bacchische Begcisterung, αἳ ἀβάκχευτον θίασον ἐλάχετ' ἐν δάκρυσι καὶ γόοις, von den Eumeniden Eur. Or. 319; – nicht in die Bacchischen Mysterien eingeweiht, Bach. 472, wie Luc. Conviv. 3, wo τῶν Διονύσου ὀργίων ἀτέλεστος dabei steht.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'a pas été initié au culte de Bacchus;
2 non semblable aux Bacchantes : ἀβάκχευτος θίασος EUR troupe échevelée, mais non joyeuse comme celle des Bacchantes.
Étymologie: ἀ, βακχεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀβάκχευτος:
1 неохваченный вакхическим исступлением (θίασος Eur.);
2 непосвященный в вакхические таинства Eur., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβάκχευτος: ον = μὴ μεμυημένος εἰς τὰ βακχικὰ ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 472: ἐν γένει = ἄνευ χαρᾶς παρὰ τῷ αὐτῷ. Ὀρ. 319· ἴδε Λουκ. Λαπ. 3.
Greek Monotonic
ἀβάκχευτος: -ον (βακχεύω), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την χαρά, σε Ευρ.
Middle Liddell
Βακχεύω
uninitiated in the Bacchic orgies, generally, joyless, Eur.