ἀγανόφρων
English (LSJ)
ἀγανόφρον, gen. ονος, poet. Adj. gentle of mood, Il.20.467, Cratin.238; Ἡσυχία Ar.Av.1321.
Spanish (DGE)
(ἀγᾰνόφρων) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
amable, afectuoso ἀνὴρ ... οὐδ' ἀγανόφρων Il.20.467, de Leto ἀ. Κοίου θυγάτηρ Pi.Fr.52m.12, ἄνδρες Cratin.256, Ἡσυχία Ar.Au.1321, τιμή A.R.4.809, πατήρ MAMA 1.232.1 (Laodicea Combusta).
German (Pape)
[Seite 9] ον (φρήν), mild, Hom. nur einmal, neben γλυκύθυμος, ἀνήρ, Il. 20, 467; – ἄνδρες Cratin. B. A. 335; – behaglich, ἡσυχία Ar. Av. 1321.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰνόφρων: gen. ονος ласковый, приветливый; кроткий (ἀνήρ Hom.; ἡσυχία Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγανόφρων: -ον, γεν. ονος, (φρήν), ποιητ. ἐπίθ., εὐγενὴς τοὺς τρόπους, ἤπιος, Ἰλ. Υ. 467· ἄνδρες Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 1. ἀγ. Ἡσυχία, Ἀριστ. Ὄρν. 1321.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ᾰγᾰνόφρων gentle of spirit ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ Leto. (Pae. 12.12)
Greek Monotonic
ἀγανόφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), ποιητ. επίθ., ευγενικός στους τρόπους, ήπιος, σε Όμηρ.