ἀγανός
English (LSJ)
ἀγανή, ἀγανόν (ἀγᾱνοῖσιν is corrupt in Il.Parv.6), poet. Adj. mild, gentle, of persons or their words and acts, ἀ. καὶ ἤπιος ἔστω σκηπτοῦχος βασιλεύς Od.2.230, 5.8; ἀ. ἐπέεσσιν Il.2.164, 180, etc.; μύθοις ἀ. Od.15.53; εὐχωλῇς Il.9.499, Od.13.357; δώροισι Il.9.113; Ἀτθίς Sapph.Supp.25.15; λόγοις Pi.P.4.101; ὀφρύι ib.9.38; Trag. only in A.Ag.101; αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί Mnesim.4.56.
b. of things, of a crocus, h.Cer.426; of water, IEryth.224.12
2. in Hom. freq. of the shafts of Apollo and Artemis, as bringing an easy death, ἀλλ' ὅτε γηράσκωσι... Ἀπόλλων Ἀρτέμιδι ξὺν οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν Od.15.411, cf. 3.280, Il.24.759, etc.: Sup. ἀγανώτατος Hes.Th.408, Pi.Fr.149, Them.Or.20.234a. Adv. ἀγανῶς Anacr.51.1, E.IA601: Comp. ἀγανώτερον, βλέπειν Ar. Lys.886.—Poet. and late Prose, Them.l.c.
Spanish (DGE)
(ἀγᾰνός) ἀγανή, ἀγανόν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [-ός, -όν Hes.Th.408]
I 1amable, propicio de pers. y dioses ἀ. καὶ ἤπιος ἔστω ... βασιλεύς Od.2.230, 5.8, Λητὼ ... ἐγείνατο ... ἤπιον ... ἀνθρώποισιν ἀγανώτατον Hes.Th.408, cf. Pi.Fr.52q.7, Ἄτθις Sapph.96.15, θεῶν ἀγανώτατε Them.Or.20.234a, de Cristo ἀγανώτατε Gr.Naz.M.37.1271.
2 suave, dulce, amable del sonido o la palabra ἀγανοῖς ἐπέεσσιν Il.2.164, 180, 189, μύθοι Od.15.53, λόγοι Pi.P.4.101, χάριτες Pi.I.3/4.8, cf. Simon.14.35b.9, αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί Mnesim.4.56, tb. de gestos ἀγανᾷ ... γελάσσαις ὀφρύι sonriendo con un arqueo amable de sus cejas Pi.P.9.38
•en Hom. esp. de las flechas de Apolo y Ártemis (prob. por antífrasis) ἀγανοῖσι βέλεσσιν Od.3.280, 15.411, Il.24.759.
3 suave, fino, delicado físicamente μίγδα κρόκον τ' ἀγανὸν καὶ ἀγαλλίδας h.Cer.426, χερσί Pi.P.2.8.
4 grato, agradable ἀμφὶ πόλιν ἀγανὴν Ὑλληίδα A.R.4.535, ἀγανοῖς ὕδασι τερπομένη IEryth.224.12 (II d.C.).
II aplacador, propiciador, propiciatorio esp. en dat. δώροισιν Il.9.113, θύεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσι Il.9.499, cf. Od.13.357, τὸν εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ... τίνεσθαι Pi.P.2.24, ἀγανῇσι τελεσφορίῃσι A.R.1.917, εὐδικίῃς ἀγανῇσι σῶσε Πανελλήνων σώματα καὶ πόλιας IG 22.4223.3 (IV d.C.), cf. IG 4.787.2 (Trecén IV d.C.).
III adv. ἀγανῶς = de manera suave, de manera propicia Anacr.28.1, E.IA 601
•compar. ἀγανώτερον βλέπειν Ar.Lys.886.
• Etimología: v. ἄγαμαι.
German (Pape)
[Seite 9] ή, όν (von γα, γάνος, mit Αγαμαι zusammenhängend), freundlich, mild, Hom. βασιλεύς Od. 2, 236. 5, 8, δῶρα Il. 9, 1 13, bes. βέλεα, die milden Geschosse des Apollo und der Artemis, welche schnellen, sanften Tod bringen; 9, 499 erkl. man εὐχωλαί besänftigende Bitten, doch vgl. εὐχωλῇς ἀγανῇσι χαίρετε Od. 13, 357; μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας 15, 53; ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρήτυε φῶτα ἕκαστον Il. 2, 180, cf 189 u. 24, 772; – ἀγανοῖσι παρεψύχοντ' ἐπέεσσι Theocr. 13, 54; ἀγαναὶ φωναί Mnesim. com.; ἐλπίς Aesch. Ag. 161; ἀγανᾷ ὀφρύϊ γελάσας, mit freundlicher Braue lachen, Pind. P. 9, 33; λόγοι 4, 151; χάριτες I. 3, 8, u. s. w.; Noss. 7 πρόσωπον (VI, 353); – Compar., ἀγανώτερον βλέπειν Arist. Lys. 885; ἀγανώτατος Hes. Th. 468; – Adv. ἀγανῶς, Noss. 10 (IX, 665).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
aimable, doux.
Étymologie: ἀ- prosth. ou augm. et γάνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰνός: (ᾰγ)
1 ласковый, приветливый, дружелюбный; кроткий (βασιλεύς, ἔπεα, εὐχωλαί Hom.; λόγοι Pind.; πρόσωπον Anth.): ἀγανᾷ ὀφρύϊ γελάσας Pind. приветливо засмеявшись;
2 приятный (δῶρα Hom.; ἐλπίς Aesch.);
3 не причиняющий боли, несущий тихую смерть (βέλεα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγᾰνός: -ή, -όν, ποιητ. ἐπίθ. ἤπιος, πρᾶος, ἥσυχος, ἐπὶ προσώπων ἢ λόγων καὶ πράξεων αὐτῶν, ἀγ. καὶ ἤπιος ἔστω σκηπτοῦχος βασιλεύς, Ὀδ. Β. 230, Ε. 8, ἀγ. ἐπέεσσιν, Ἰλ. Β. 164, 180, κτλ., μύθοις ἀγ., Ὀδ. Ο.53, εὐχωλῇς, Ἰλ. Ι, 499, Ὀδ. Ν, 357, δώροισι, Ἰλ. Ι. 113· οὕτω παρὰ Πινδ., ἀγ. λόγοις, ΙΙ. 4. 179, ἀγ. ὀφρύϊ, αὐτόθ. 9. 65. Ἐκ τῶν τραγικῶν μόνον παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 101, αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί, Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 56. 2) Παρ’ Ὁμήρ. ὡσαύτως ἐπὶ τῶν βελῶν τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, ἅπερ ἐπέφερον εὔκολον θάνατον, ἀλλ’ ὅτε γηράσκωσι ... Ἀπόλλων Ἀρτέμιδι ξὺν οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν, Ὀδ. Ο, 411, πρβλ. Γ, 280, Ἰλ. Ω. 759, κτλ: - Ὑπερθ. ἀγανώτατος, Ἡσ. Θ. 408. Ἐπίρρ. -νῶς, Ἀνακρ. 49, 1, Εὐρ. Ι. Α. 602. Συγκρ., ἀγανώτερον βλέπειν, Ἀριστ. Λυσ. 886. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἴσως αὐτὴ καὶ ἡ τοῦ γάνυμαι μετὰ α εὐφων.).
English (Autenrieth)
(cf. γάνυμαι): pleasant, gentle, kindly; ἔπεα, δῶρα, βασιλεύς (opp. χαλεπός), Od. 2.230; εὐχωλαι, Il. 9.499, Od. 13.357; οἷς ἀγανοῖς βελέεσσι, ‘with his (her) gentle shafts,’ describing a (natural) sudden, painless death dealt by Apollo upon men, by Artemis upon women, Od. 3.280.
English (Slater)
ᾰγᾰνός gentle, mild ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους (sc. Ἱέρων v. Schr., Pyth. Comm. ad loc.) (P. 2.8) τὸν εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι (P. 2.24) ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη (P. 4.101) ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύι (P. 9.38) χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι (I. 3.8) κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν (sc. Ἄπολλον.) (Pae. 16.7) = fr. 149 Schr.
Greek Monotonic
ἀγᾰνός: -ή, -όν, ήπιος, γλυκός, μαλακός, πράος, ευγενικός, ήρεμος, λέγεται για πρόσωπα ή για τις πράξεις ή τις λέξεις τους, σε Όμηρ., Πίνδ.· στον Όμηρ., λέγεται για τα βέλη του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας, που επέφεραν εύκολο θάνατο· υπερθ. ἀγανώτατος, σε Ησίοδ.· επίρρ. ἀγανῶς, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: mild, gentle (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etym. Connection with ἄγαμαι or γάνος n. splendour (Bechtel Lex.) is semantically unconvincing.
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
mild, gentle, kindly, of words, Hom., Pind.; in Hom. of the shafts of Apollo and Artemis, as bringing an easy death; Sup. ἀγανώτατος, Hes.: adv. -νῶς, Eur.
Frisk Etymology German
ἀγανός: {aganós}
Meaning: mild, sanft, poet. (Il. usw.) und spät.
Etymology: Ohne Etymologie. Die Anknüpfung an ἄγαμαι ist semantisch unbefriedigend. Anschluß an γάνος n. Glanz (Bechtel Lex. nach Döderlein) erklärt u. a. das ἀ- nicht. S. auch ἀγάλλομαι.
Page 1,7