ἀγγελτήρ

German (Pape)

[Seite 10] ὁ, und fem. ἀγγέλτρια, Bote, Botin, Crac. Hib.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγγελτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ προηγ., Χρησ. Σιβ. 2, 214, 243· θηλ., ἀγγέλτρια, αὐτ. 8. 117· ὡσαύτως, ἀγγέλτειρα, ὅπερ εἶναι διόρθωσις τοῦ Δινδ. ἐν Ὀρφ. Ὕμ. 78. 3.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
1 mensajero τοῦ λόγου Const.App.2.25.7.
2 ángel, Orac.Sib.2.242.