ἀγκιστρεία
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
pesca con anzuelo Pl.Lg.823d, Ael.NA 12.43, Sch.Lyc.815S. (p.261.19)
•fig. οὐδὲ ἀπαγορεύσω τὴν ἐμὴν ἀγκιστρείαν, εἰ καὶ δυσθήρατος ἡ γυνή Aristaenet.1.17.
German (Pape)
[Seite 14] ἡ, Angelfischerei, Plat. Legg. VII, 823 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκιστρεία: ἡ, ἡ δι’ ἀγκίστρου ἁλιεία, Πλάτ. Νόμ. 823D.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκιστρεία: ἡ Plat. = ἀγκιστρευτικόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀγκιστρεία -ας, ἡ ἀγκιστρεύω hengelsport.