ἀδέξιος
English (LSJ)
ἀδέξιον, left-handed, awkward, Arr.Epict.4.2.2, Luc.Merc.Cond. 14, Sat.4: c. inf., Steph.in Rh.283.13.
Spanish (DGE)
-ον
1 zurdo fig. de pers. torpe ἀ. αὐτῷ φανοῦμαι Arr.Epict.4.2.2, cf. Luc.Merc.Cond.14
•c. inf. ἀ. ὢν δικάζεσθαι Steph.in Rh.283.13.
2 de sucesos desgraciado, desfavorable ἀδέξια τὰ μέλλοντα Sch.Pi.O.12.14c.
German (Pape)
[Seite 33] ungeschickt, linkisch, Luc. Sat. 4.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀδέξιος: -ον, ὁ τῇ ἀριστερᾷ χρώμενος, ἀνεπιτήδειος, ἀδέξιος, Λουκ. περὶ τ. ἐπ. μισθ. συν. 14. Κρον. 4.
Greek Monotonic
ἀδέξιος: -ον (δεξιά), αριστερόχειρας, αδέξιος, ατζαμής, σε Λουκ.