ἀελλομάχος

English (LSJ)

ἀελλομάχον, struggling with the storm, AP7.586 (Jul. Aeg.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que lucha contra el huracán, AP 7.586 (Iul.Epigr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lutte contre la tempête.
Étymologie: ἄελλα, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀελλομάχος: (μᾰ) добываемый в борьбе с бурями, т. е. морской торговлей (κέρδος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀελλομάχος: -ον, = μαχόμενος, παλαίων κατὰ τῆς θυέλλης, Ἀνθ. Π. 7. 586.

Greek Monotonic

ἀελλομάχος: -ον, αυτός που μάχεται με την θύελλα, σε Ανθ.

Middle Liddell

struggling with the storm, Anth.