ἀηδόνιος

English (LSJ)

ἀηδόνιον,
A of a nightingale, γόος, νόμος ἀ., A.Fr.291, Ar.Ra.684.
2 of sleep, light, Nicoch.4 D., cf. Nonn. D. 5.411.

Spanish (DGE)

-ον
1 del ruiseñor, γόος A.Fr.749, νόμος Ar.Ra.684
fig. como el del ruiseñor κλαγγή Nicom.Trag.13
del sueño como el del ruiseñor, muy ligero Nicoch.19, Nonn.D.5.411.
2 frecuentado por los ruiseñores πέτρα E.Io.1482.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de rossignol.
Étymologie: ἀηδών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀηδόνιος -ον ἀηδών van een nachtegaal.

German (Pape)

s. ἀηδόνειος.

Russian (Dvoretsky)

ἀηδόνιος: соловьиный (γόος Aesch.; νόμος Arph.): ἀ. πέτρα Eur. скала, оглашаемая соловьиным пением.

Greek (Liddell-Scott)

ἀηδόνιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἀηδόνα, γόος, νόμος ἀ., ὁ θρῆνος τῆς ἀηδόνος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 420, Ἀριστοφ. Βάτ. 684· πρβλ. ἀηδόνειος.

Greek Monotonic

ἀηδόνιος: -ον, αυτός που ανήκει σε αηδόνι, γόος, νόμος ἀηδόνιος, ο θρήνος του αηδονιού, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

of a nightingale, γόος, νόμος ἀ. the nightingale's dirge, Aesch.