ἀθωράκιστος

English (LSJ)

[ᾱκ], ον, without breastplate or without body-armour, lacking in courage, X.Cyr. 4.2.31, Plu.Aem.19.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 de pers. que no tiene coraza X.Cyr.4.2.31
de caballos que carece de peto Posidonius 1.
2 adv. ἀθωρακίστως fig. sin coraza, desprotegidamente οἱ ἀθωράκιστοι καὶ ἀφυλάκτως διοδεύοντες Gr.Nyss.Hom. in Eccl.432.9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans cuirasse.
Étymologie: , θωρακίζω.

German (Pape)

[ρᾱ], nicht gepanzert, Xen. Cyr. 4.2.31.

Russian (Dvoretsky)

ἀθωράκιστος: (ρᾱ) не покрытый броней Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθωράκιστος: [ᾱκ], ον, ἄνευ θώρακος, Ξεν. Κυρ. 4. 2, 31.

Greek Monotonic

ἀθωράκιστος: -ον (θωρᾱκίζω), αυτός που δεν φορά θώρακα (πανοπλία), σε Ξεν.