ἀθύρωτος

English (LSJ)

[ῠ], ον, = ἄθυρος, στόμα Ar.Ra.838 (v.l.), cf. Phryn. Com.82, JHS41.195 (Delos, ii B. C.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 que no tiene puertas οἰκήματα ID 1416B.1.18 (II a.C.), οἰκία POxy.1699.6 (III d.C.), οἶκον Diodor.T.Gen.M.33.1563B
que carece de cierre de un πίναξ votivo, op. τεθυρωμένος ID 1417A.12, cf. 1403Bb.2.31 (ambas II a.C.).
2 fig. que no puede cerrarse, incapaz de callar ἀθύρωτον στόμα Ar.Ra.838 (var.), Chrys.M.50.434, cf. Phot.α 495, Sud. (= Phryn.PS Fr.10a)
de la muerte, cuyas puertas franqueó Cristo, Bas.Sel.Pasch.M.28.1084B.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἄθυρος.

German (Pape)

nicht mit einer Tür verschlossen, Suid. und B.A. 352, στόμα v.l. Ar. Ran. 838 für ἀπύλωτον.

Russian (Dvoretsky)

ἀθύρωτος: (ῠ) досл. незапирающийся, перен. неумолкающий (στόμα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθύρωτος: [ῠ], -ον, = ἄθυρος, στόμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 838. Φρυν. Κωμ. Ἄδηλ. 15.

Greek Monotonic

ἀθύρωτος: [ῠ], -ον (θυρόω) = ἄθυρος, αυτός που δεν είναι ποτέ κλειστός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θυρόω, = ἄθυρος
never closed, Ar.