ἄθυρος
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
ἄθυρον, (θύρα)
A without door, doorless, βούστασις IG11(2).287 A161 (Delos, iii B. C.); οἶκος ib.22.1322 (iii/ii B. C.); νεώς Menodot.1; οἰκίαλ Nic. Dam.p.148 D., cf. Plu.2.503c, Hdn.8.1.5, etc.
II metaph., open, unchecked, Adam.2.60; ῥῆτραι Nic.Al.132; γλῶττα Ph.1.678.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 que carece de puertas, βούστασις IG 11(2).287A.152 (III a.C.), θάλαμος op. τεθυρωμένος IG 11(2).287.150 (III a.C.), οἶκος IRhamn.167.3 (III a.C.), οἰκίαι Nic.Dam.103m, Hdn.8.1.5, οἴκημα Plu.2.503c, νεώς Menodot.Sam.1.
2 fig. que no se puede cerrar o callar (según contexto) στόμα Simon.36.2, Plu.2.503c, γλῶττα Ph.1.678, ῥῆτραι Nic.Al.132, Adam.2.60.
German (Pape)
[Seite 48] ohne Thür, οἴκημα, στόμα, Plut. garrul. 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans porte;
2 fig. sans retenue, sans frein (langue, bouche, parole).
Étymologie: ἀ, θύρα.
Russian (Dvoretsky)
ἄθῠρος:
1 не имеющий дверей (οἰκήματα Plut.);
2 перен. не имеющий запоров, несдержанный (στόματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄθῠρος: -ον, (θύρα) ἄνευ θύρας, Πλούτ. 2. 503C. Ἡρωδιαν. κτλ. ΙΙ. ματαφ. ἀνοικτός, ἐλεύθερος, ἀκώλυτος· γλῶττα, Φίλων 1. 678, Κλήμ. Ἀλ. 165· στόμα, Φυσιογν.
Greek Monotonic
ἄθῠρος: -ον (θύρα), αυτός που δεν έχει πόρτα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
Translations
Danish: dørløs; Esperanto: senporda; Finnish: oveton; German: türlos; Old English: dūrulēas; Turkish: kapısız