ἀκονίας

English (LSJ)

-ου, ὁ, a fish, Numen. ap. Ath.17.326a (s.v.l.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ ict., cierto pez (tal vez f.l. por αἰολίας q.u.) Numen.Her.SHell.579.

German (Pape)

[Seite 77] ὁ, unbek. Fisch, Athen. VII, 326 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκονίας: -ου, ὁ, εἶδος ἰχθύος, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 326Α.

Greek Monolingual

ἀκονίας, ο (Α) ἀκόνη
είδος ψαριού.