ἀκουσιάζομαι

English (LSJ)

[ᾱκ], in aor. 1 Pass., sin through ignorance, LXX Nu.15.28.

Spanish (DGE)

errar por ignorancia LXX Nu.15.28.

German (Pape)

[Seite 78] ungern thun, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουσιάζομαι: [ᾱκ], κατ’ ἀόρ. α΄ παθ., πράττω τι ἀκουσίως, Ἑβδ. (Ἀριθ. ιε΄, 28).

Greek Monolingual

ἀκουσιάζομαι (Α) ἀκούσιος
αμαρτάνω από άγνοια, χωρίς να το θέλω, ακούσια.