ἀκτινοβόλος

English (LSJ)

ἀκτινοβόλον, sending forth rays, δέσποτα Sammelb.4127 (Talmis).

Spanish (DGE)

-ον
que lanza rayos δέσποτα del dios Mandulis IMEG 166.1 (Talmis, imper.), ἀστραπαί Melit.Fr.8b.24
como n. de un caballo SEG 8.213.26 (Berito II/III d.C.).

Greek Monolingual

-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α ἀκτινοβόλος, -ον)
αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει γύρω του λάμψη, φωτοβόλος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς (-ίνα) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκτινοβολία.