Adv. of ἄκων (B), v. ἀέκων.
v. ἄκων, ἄκουσα, ἆκον.
[Seite 77] ungern, Plat. u. a. S. ἄκων.
ἀκόντως: adv. против воли, неохотно Xen., Plut.
ἀκόντως: ἐπίρρ. τοῦ ἄκων, ἴδε ἐν λ. ἀέκων.
ἀκόντως επίρρ. (Α) ἄκων ΙΙ]χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια.
(see also: ἀέκων) unintentionally