ἀλάθητος
English (LSJ)
[λᾱ], ον
A Glossaria on ἄληστος, Suid.: coupled with ἄλαστος, Sch.E.Hec.685.
2 not escaping detection, Astramps. Orac.13.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰλᾱ-]
1 que no pasa inadvertido, inolvidable ἀλάθητα ἔργα ποιῶν Sch.E.Hec.685D., κακά Eust.1415.12, Sud.s.u. ἄληστος.
2 al que no le pasa nada inadvertido, que todo lo ve τὸ θεῖον Aesop.36.2, 3, 67.2.
German (Pape)
[Seite 88] 1) nicht zu vergessen, VLL. – 2) dem Nichts entgeht; τὸ θεῖον Aesop. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à qui l'on ne cache rien, à qui rien n'échappe.
Étymologie: ἀ, λανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλάθητος: (λᾰ) от которого ничего не может укрыться, всевидящий (τὸ θεῖον Aesop.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάθητος: [λᾱ], ον, = ἄληστος, ὃν οὐδὲν λανθάνει, οὗ τὴν προσοχὴν ἢ μνήμην οὐδὲν διαφεύγει, Αἴσωπ., Εὐστ. καὶ μεταγενέσ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ αλάθητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κάνει λάθη, ο αλάθευτος
2. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο αναμάρτητος
3. αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο αλάνθαστος
4. το ουδ. ως ουσ. το αλάθητο
μσν.
αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί να λησμονηθεί, αξέχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ἔλαθον, λανθάνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάθητο].