ἀληθογνωσία
German (Pape)
[Seite 94] ἡ, Erkenntniß der Wahrheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθογνωσία: ἡ, (γνῶναι) γνῶσις τῆς ἀληθείας, Διον. Ἀρεοπ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
conocimiento de la verdad c. gen. subjet. τῶν Χριστιανῶν Dion.Ar.DN 7.4.
Greek Monolingual
η (Α ἀληθογνωσία)
η γνώση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + -γνωσία (< -γνωτος < γιγνώσκω)].