ἀλλαντοπώλης
English (LSJ)
ἀλλαντοπώλου, ὁ, sausage-seller, Ar.Eq.143, al., Procop.Pers.1.26 (pl.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ morcillero Ar.Eq.143, 144, τοῖς λοιποῖς [ἀλ] λαντοπώλαις PHib.259.6 (III a.C.), cf. Procop.Pers.1.26.
German (Pape)
[Seite 102] ὁ, der Wursthändler (B. A. ἐντεροπώλης), Ar. Equ. 144 u. ff.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de saucissons.
Étymologie: ἀλλᾶς, πωλέω.
Greek Monolingual
ο (Α ἀλλαντοπώλης)
αυτός που πουλάει αλλαντικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + -πώλης < πωλῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλαντοπωλῶ
(νεοελλ. αλλαντοπωλείο].
Greek Monotonic
ἀλλαντοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), έμπορος ἀλλαντικών, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλαντοπώλης: ὁ продавец колбас Arph.