ἀλλότροπος

English (LSJ)

ἀλλότροπον, strange, φαντασίαι Linus ap.Stob.1.10.5; ᾄσματα Iamb.VP25.114. Adv. ἀλλοτρόπως Sch.E.Hec.299.

Spanish (DGE)

-ον
1 mús. de otro género musical ᾄσματα Iambl.VP 114.
2 adv. -ως inconvenientemente ἢ ἀ. ἐπηρεάζῃ Sch.E.Hec.899.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλότροπος, -ον)
αυτός που εμφανίζεται κατ' άλλο τρόπο, ασυνήθιστος, παράδοξος, αλλόκοτος
ΙΙ επίρρ. ἀλλοτρόπως
με άλλο, με διαφορετικό τρόπο, ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + τρόπος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀλλοτροπία
νεοελλ.
αλλοτροπικός, αλλοτροπισμός].