αλλόκοτος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλόκοτος, -ον)
ο ασυνήθιστος στη μορφή ή τη φύση, παράδοξος, τερατώδης
αρχ.
φρ. «ἀλλόκοτον ὄνομα», παράδοξη, ασυνήθιστη λέξη
«ἀλλόκοτον πράγμα», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό πράγμα, φοβερή υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + κότος «οργή, έχθρα, μίσος», με εξασθενημένη τη σημασία του β' συνθετικού πρβλ. και τον τ. νεό-κοτος «ασυνήθιστος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοκοτία
νεοελλ.
αλλοκοτιά].