ἀλλώνιος

English (LSJ)

Aeol., = ἀλλοῖος, Sch.D.T.p.542 H., Eust.1214.28.

Spanish (DGE)

-ον eol. diferente Sch.D.T.542.26, Eust.1214.28.

Greek Monolingual

ἀλλώνιος, -ον (Α)
αιολικός τύπος αντί ἀλλοίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. ἄλλος + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη της -οιος].