ἀλφιτοποιία
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
fabricación de harina de cebada o farro X.Mem.2.7.6, Poll.6.37, 7.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτοποιία: ἡ = ἀλφιτεία, Ξεν. Ἀπομ. 2. 7, 6.
Greek Monolingual
ἀλφιτοποιία, η (Α) ἀλφιτοποιός
παρασκευή αλφίτων, αλεύρων.
Greek Monotonic
ἀλφῐτοποιία: ἡ (ποιέω), δημιουργία κριθάλευρου, σε Ξεν.