ἀμελητέον
English (LSJ)
A one must neglect, τινός Isoc.9.7: also in plural, ἀμελητέα ἐστί τινος Arr.An.1.24.1.
II ἀμελητέος, ἀμελητέα, ἀμελητέον, to be neglected, Luc.Tim.9, Arr.An.1.7.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμελητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀμελέω, δεῖ ἀμελεῖν, τινὸς Ἰσοκρ. 190C: ὡσαύτως κατὰ πληθ., ἀμελητέα ἐστὶ τινος Ἀρρ. Ἀνάβ. 1. 24, 1. ΙΙ. ἀμελητέος, α, ον, = ὃν πρέπει τις νὰ ἀμελήσῃ, Λουκ. Τίμ. 9, Ἀρρ. Ἀνάβ. 1. 7, 5.
Greek Monotonic
ἀμελητέον: ρημ. επίθ. του ἀμελέω,
I.κάτι που πρέπει να παραμεληθεί, τινός, σε Ισοκρ.
II. ἀμελητέος, -α, -ον, αυτός που πρέπει κάποιος να αψηφήσει, σε Λουκ.