ἀμελητέος
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
α, ον, to be neglected, Luc. Tim. 9, Arr. An. 1.7.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. despreciable οὐ παροπτέος ἁνὴρ οὐδὲ ἀμελητέος Luc.Tim.9
•de cosas que debe ser descuidado τὰ τῶν Θηβαίων οὐδαμῶς ἐδόκει (Ἀλεξάνδρῳ) ἀμελητέα εἶναι Arr.An.1.7.4.
2 neutr. impers. ἀμελητέον = hay que desinteresarse de, hay que despreciar c. gen. τῶν μὲν τοιούτων ἀμελητέον Isoc.9.7
•τούτων ἔγνω οὐκ ἀμελητέα εἶναι οἱ Ἀλέξανδρος respecto a éstos se dió cuenta Alejandro que no debían ser despreciados por él Arr.An.1.24.1, cf. tb. Clem.Al.QDS 27.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'on peut ou qu'il faut négliger ; ἀμελητέον on doit négliger, gén..
Étymologie: ἀμελέω.
Middle Liddell
verb. adj. of ἀμελέω,]
I. one must neglect, τινός Isocr.
II. ἀμελητέος, α, ον, to be neglected, Luc.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀμελητέος, -α, ον) ἀμελῶ
1. ο ανάξιος λόγου και υπολογισμού, ασήμαντος, τιποτένιος
2. φρ. «αμελητέα ποσότητα», ανάξια λόγου, ασήμαντη ποσότητα (λέγεται και για πρόσωπα)
αρχ.
αυτός, για τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φροντίσει.