ἀμελητικός

English (LSJ)

ἀμελητική, ἀμελητικόν, carelessly written, ἦτα, of a musical note, Alyp.1,al., Gaud.Harm.23.

Spanish (DGE)

-όν
mal escrito, escrito descuidadamente de letras representando notas musicales ἦτα Alyp.p.370.32, 371.18, 385.34, Gaud.Harm.p.353.5, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμελητικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ν’ ἀμελῇ, ὁ ἔχων ῥοπὴν πρὸς τὴν ἀμέλειαν, Ἀλύπ. Εἰσ. Εἰσαγ. Μουσ. σ. 4.

Greek Monolingual

ἀμελητικός, -ή, -όν (AM) ἀμελητής
ο επιρρεπής στην αμέλεια, ο φίλος της ανεμελιάς.