ἀμυντρόν

English (LSJ)

τό, reward for defence, A.Fr. 451 E.

Spanish (DGE)

-οῦ, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
premio por la defensa A.Fr.756.

Greek Monolingual

ἄμυντρον, το (Α)
αμοιβή για άμυνα, η αμοιβή που παίρνει ο αμυντής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω + -τρον (πρβλ. διδάσκω-δίδακτρον, -α)].