ἀμφίχρυσος
English (LSJ)
ἀμφίχρυσον, gilded all over, φάσγανον E.Hec.543.
Spanish (DGE)
(ἀμφίχρῡσος) -ον
incrustada en oro por ambos lados φάσγανον E.Hec.543.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
doré autour.
Étymologie: ἀμφί, χρυσός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίχρῡσος: кругом позолоченный или оправленный в золото (φάσγανον Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίχρῡσος: -ον, ἐπίχρυσος πανταχόθεν, φάσγανον Εὐρ. Ἑκ. 543.
Greek Monolingual
ἀμφίχρυσος, -ον (Α)
ο χρυσωμένος ολόγυρα, περίχρυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + χρυσός.