ἀμφιπλάσσω
English (LSJ)
spread around, [ἔμπλαστρον] μήλῃ Hp.Steril.221.
Spanish (DGE)
extender en torno (ἔμπλαστρον) μήλῃ ἀμφιπλάσας Hp.Steril.221.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπλάσσω: περιπλάσσω, περιαλείφω, Ἱπποκρ. τόμ. 8. σ. 482, ἔκδ. Λιττρ.
Greek Monolingual
ἀμφιπλάσσω (Α)
αλείφω ολόγυρα με θεραπευτική αλοιφή, επαλείφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλάσσω.