περιαλείφω

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾰλείφω Medium diacritics: περιαλείφω Low diacritics: περιαλείφω Capitals: ΠΕΡΙΑΛΕΙΦΩ
Transliteration A: perialeíphō Transliteration B: perialeiphō Transliteration C: perialeifo Beta Code: perialei/fw

English (LSJ)

fut. -ψω SIG1097.7 (iv B. C.):(smear all over, ἑλκύδρια Ar.Eq.907; πάντα π. τὸν νεὼν ἀργύρῳ overlay it with silver, Pl.Criti.116d; whitewash, τῶν τοίχων τοὺς δεομένους SIGl.c., cf. IG22.1672.140: metaph., ὑμένες ὅσοι π. τὸν πνεύμονα Gal.5.535:—Pass., περιαλήλιπται μίτυϊ, of the mouth of the hive, Arist.HA624a14.

German (Pape)

[Seite 568] (s. ἀλείφω), ringsum anstreichen, überziehen; πάντα ἔξωθεν περιήλειψαν τὸν νεὼν ἀργύρῳ, Plat. Critia. 116 d; Theophr. u. Sp. übtr.; περιαλήλιπται καὶ καταπέπλασται σαρκίνοις ἐμφράγμασι, Plut. Symp. 9, 11, 6.

French (Bailly abrégé)

oindre ou enduire tout autour.
Étymologie: περί, ἀλείφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-αλείφω rondom insmeren:; ἑλκύδρια περιαλείφειν de zweertjes insmeren Aristoph. Eq. 907; rondom bedekken:. περιήλειψαν τὸν νεὼν ἀργύρῳ zij bekleedden de tempel rondom met zilver Plat. Criti. 116d.

Russian (Dvoretsky)

περιᾰλείφω:
1 обмазывать (ἑλκύδρια Arph.);
2 покрывать кругом (ἀργύρῳ τι Plat.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
αλείφω γύρω γύρω, αλείφω κάτι σε όλα τα μέρη του, επαλείφω παντούπάντα δὲ ἔξωθεν περιήλειψαν τὸν νεὼν ἀργύρῳ», Πλάτ.)
αρχ.
1. ασβεστώνω, ασπρίζω
2. (για τους υμένες του σώματος) περιβάλλω, περικαλύπτω («ὑμένες ὅσοι περιαλείφουσι τὸν πνεύμονα», Γαλ.).

Greek Monotonic

περιᾰλείφω: μέλ. -ψω, αλείφω ολόγυρα, γύρω παντού, πασαλείφω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περιᾰλείφω: μέλλ. -ψω, ὡς καὶ νῦν, ἀλείφω τι πανταχόθεν, ἐπιχρίω πάντα τὰ μέρη, ἑλκύδρια Ἀριστοφ. Ἱππ. 907· πάντα τὸν νεὼν ἀργύρῳ π., ἐπικαλύπτω αὐτὸν δι’ ἀργύρου, Πλάτ. Κριτί. 116D. ― Παθητ., περιαλήλιπται μίτυϊ, ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς κυψέλης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40. 10.

Middle Liddell

fut. ψω
to smear all over, anoint, Ar.