ἀμύαλος

English (LSJ)

ἀμύαλον, for ἀμύελος, without marrow, Tab.Defix.Aud.162.19, cf. 168.31.

Spanish (DGE)

v. ἀμύελος.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει μυαλό, φρόνηση, άφρων, απερίσκεπτος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + μυαλό ή αρχ. ἀμύαλος < ἀμύελος < - στερ. + μυελὸς «χωρίς μυελόν».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυαλιά, αμυαλοσύνη, αμυάλωτος].

Greek Monolingual

ἀμύαλος, -ον (Α)
βλ. αμύελος.