άφρων

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

(-ονος), -ον (AM ἄφρων) φρην
1. ανόητος, απερίσκεπτος
2. παράλογος, τρελός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφρον
η αφροσύνη.