ἀνάπευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἀναπυνθάνομαι) inquiry, Charito 3.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπευσις: -εως, ἡ, (ἀναπυνθάνομαι) ἐρώτησις, ἔρευνα, Χαρίτων 3. 4.

Greek Monolingual

ἀνάπευσις (-εως), η (Α) ἀναπυνθάνομαι
η εκ νέου ερώτηση, επισταμένη εξέταση.