ἀνάρριψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, throwing up, πετρῶν, of a volcano, Plu.2.398e, v.l. ib.951c.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ acción de arrojar πετρῶν de un volcán, Plu.2.398e.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de jeter en l'air.
Étymologie: ἀναρρίπτω.

German (Pape)

[ρῑ], ἡ, das in die Höhe Werfen, Plut.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρριψις: εως ἡ выбрасывание, извержение (πετρῶν καὶ φλεγμονῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρριψις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἄνω ῥῖψις, ἐπὶ ἡφαιστείου, πετρῶν καὶ φλεγμονῶν ὑπὸ πνεύματος ἀναρρίψεις Πλουτ. 2. 398Ε, πρβλ. αὐτόθι 951C.

Greek Monolingual

ἀνάρριψις, η (Α) αναρρίπτω
(για ηφαίστειο) εκτόξευση.