ἀνέλαιος

English (LSJ)

ἀνέλαιον, without oil, Thphr. CP 2.3.8; without olives, Str.17.1.35.

Spanish (DGE)

-ον
1 sin aceite de aceitunas, Thphr.CP 2.3.8.
2 sin olivos Αἴγυπτος Str.17.1.35.

German (Pape)

[Seite 221] ohne Oliven, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέλαιος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλαίου, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 8, Στράβ. 809.

Greek Monolingual

ἀνέλαιος, -ον (Α)
1. (για τόπο) εκείνος που δεν έχει ελαιώνες
2. (για φυτό) που δεν έχει λάδι.