ἀναβιβασμός

English (LSJ)

ὁ,
A the throwing back the accent, A.D. Conj.233.30.
2 Arith., sum total, Hero *Geom.4.13.
3 Medic., aggravation, of headache, Steph.in Hp.1.223D.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1escalón fig. paso adelante del estudio ἀναβιβασμῷ χρήσῃ Synes.Dio M.66.1125A.
2 acentuación, empeoramiento del dolor, Steph.in Hp.1.223.
3 mat. suma total Hero Geom.4.13 (p.194.20).
4 puja en una subasta PTeb.295.10.
II gram. retrocesión del acento, A.D.Coni.233.30.

German (Pape)

[Seite 181] ὁ, das Zurückziehen des Accents, Gramm.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναβιβασμὸς) ἀναβιβάζω
1. ανέβασμα, ανύψωση
2. (ως γραμμ. όρος) μετάθεση του τόνου από τη λήγουσα στην παραλήγουσα ή την προπαραλήγουσα
μσν.
προώθηση, προαγωγή, ενίσχυση.