ἀναβράττω
German (Pape)
[Seite 182] nur praes., att. = -βράζω, Ar. κρέα, Fleisch kochen, Ach. 969; κίχλας Pax 1163; Ran. 511; Arist. meteor. 2, 16 τὰ ἐν τοῖς λίκνοις ἀναβραττόμενα, was in den Sieben beim Rütteln obenauf liegt.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἀναβράσσω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 cocer κίχλας Ar.Pax 1197, κρέα Ar.Ra.510, cf. Ar.Ach.1005
•recalentar τὴν δ' ἕωλον ἀναβεβρασμένην Ar.Fr.45A
•hacer hervir Hero Spir.2.34.
2 hacer brotar τότ' ἀνέβραχε διψάδος αὔτως ἐκ κορυφῆς ἄλληκτον hizo brotar una fuente inagotable de la sedienta cumbre A.R.1.1147.
II intr.
1 hervir, bullir como falsa etim. de ζωή: ζωὴν ... ὡς τὸ ὄνομα σημαίνει, ζέουσάν τε καὶ ἀναβράττουσαν Dam.Pr.86 (p.203)
•fermentar οἶνος Procop.Goth.3.35.6.
2 echar hacia arriba, hacer saltar hacia arriba ὅπου δ' ἂν γένηται τοιοῦτος σεισμὸς ... ὥσπερ τῶν ἐν τοῖς λίκνοις ἀναβραττομένων Arist.Mete.368b29, σεισμοὶ ... ἐγίγνοντο, ὥστε καὶ τὸ πεδίον ... ἀναβράττεσθαι D.C.66.22.3
•saltar hacia arriba ἅρματος ἀναβράσσοντος LXX Na.3.2.