ἀναγκαστέος

English (LSJ)

α, ον,
A to be compelled, ἀ. ἄρχειν Pl.R. 539e.
II ἀναγκαστέον = one must compel, ib.378d, X.Hier.8.9, etc.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 que ha de ser obligado ἀ. ἄρχειν Pl.R.539e.
2 neutr. ἀναγκαστέον = hay que obligar Pl.R.378d, X.Hier.8.9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀναγκάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ἐφ᾿ ὃν πρέπει νὰ ἐπιβληθῇ βία ἢ καταναγκασμός, ἀναγκ. ἄρχειν Πλάτ. Πολ. 539Ε. ΙΙ. ἀναγκαστέον = δεῖ ἀναγκάζειν, αὐτόθι 378D, Ξεν.

Greek Monotonic

ἀναγκαστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἀναγκάζω,
I. αυτός στον οποίο πρέπει να επιβληθεί βία ή καταναγκασμός, σε Πλάτ.
II. ουδ. -έον, αυτό που πρέπει να επιβληθεί, στον ίδ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀναγκάζω.]
I. to be compelled, Plat.
II. neut. ἀναγκαστέον one must compel, Plat.