ἀνακτόρεος
English (LSJ)
α, ον, = ἀνακτόριος, of the emperor, ἐχθρός APl.5.350.
Spanish (DGE)
-α, -ον
palatino, imperial, ἄναξ πολέμιζεν ... ἐχθρῷ ἀνακτορέῳ AP 16.350, ποσσὶν ἀνακτορέοισιν Paul.Sil.Soph.244, cf. ἀνακτόριος.
α, ον, = ἀνακτόριος, of the emperor, ἐχθρός APl.5.350.
-α, -ον
palatino, imperial, ἄναξ πολέμιζεν ... ἐχθρῷ ἀνακτορέῳ AP 16.350, ποσσὶν ἀνακτορέοισιν Paul.Sil.Soph.244, cf. ἀνακτόριος.