ἀνακτόρεος

English (LSJ)

α, ον, = ἀνακτόριος, of the emperor, ἐχθρός APl.5.350.

Spanish (DGE)

-α, -ον
palatino, imperial, ἄναξ πολέμιζεν ... ἐχθρῷ ἀνακτορέῳ AP 16.350, ποσσὶν ἀνακτορέοισιν Paul.Sil.Soph.244, cf. ἀνακτόριος.

German (Pape)

[Seite 194] königlich, θόωκος Anth. (Plan. 336).