Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνακτόριος

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακτόριος Medium diacritics: ἀνακτόριος Low diacritics: ανακτόριος Capitals: ΑΝΑΚΤΟΡΙΟΣ
Transliteration A: anaktórios Transliteration B: anaktorios Transliteration C: anaktorios Beta Code: a)nakto/rios

English (LSJ)

α, ον,
A belonging to a lord or king, royal, ὕες Od.15.397.
II ἀνακτόριον, τό, = ἀνάκτορον, Hsch., Suid., v.l. in Hdt. 9.65.
2 = ξιφίον, Ps.-Dsc.4.20.
III ἀνακτόριος, ὁ, = ἀρτεμισία, Id.3.113.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I adj. del rey, real ὕεσσιν ἀνακτορίῃσιν Od.15.397.
II subst.
1 τὰ ἀνακτόρια = templo Eudoc.Cypr.1.228, Sud.
2 bot. τὸ ἀνακτόριον = gladiolo, Gladiolus segetum L., Ps.Dsc.4.20, Ps.Apul.Herb.79.17.
3 bot. ὁ ἀνακτόριος = ajenjo moruno, Artemisia arborescens L. o artemisia, hierba de San Juan, Artemisia vulgaris L., Ps.Dsc.3.113.

German (Pape)

[Seite 194] dem Herrscher gehörig, herrschaftlich, ὕες Od. 15, 397, vgl. Apoll. lex. Hom. u. Lehrs Aristarch. p. 156 sq.; ἀνακτόριον ἱερόν, v.l. für ἀνάκτορον, Her. 9, 65.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
du roi, royal.
Étymologie: ἀνάκτωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακτόριος: господский, хозяйский (ὕες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτόριος: -α, -ον, ὁ, ἀνήκων εἰς κύριον ἢ ἡγεμόνα, βασιλέα, ὕεσσιν ἀνακτ. Ὀδ. Ο. 397. ΙΙ. ἀνακτόριον, τό, = ἀνάκτορον, Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἐν Ἡροδ. 9. 65 ἀνάκτορον εἶναι ἡ ὀρθοτέρα γραφή.

English (Autenrieth)

(ἀνάκτωρ): belonging to the master, ὕες, Od. 15.397†.

Greek Monolingual

ἀνακτόριος, -ία, -ιον (Α) ἀνάκτωρ
ο ανακτορικός.

Greek Monotonic

ἀνακτόριος: -α, -ον (ἀνάκτωρ), αυτός που ανήκει σε άρχοντα ή βασιλιά, βασιλικός, ηγεμονικός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἀνάκτωρ
belonging to a lord or king, royal, Od.