imperial
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English > Greek (Woodhouse)
adjective
despotic: P. and V. τυραννικός, V. τύραννος (also Thuc. but rare P. as adj.).
royal: P. and V. τυραννικός, βασιλικός, βασίλειος, ἀρχικός.
connected with empire: P. ἀρχικός.
Spanish > Greek
ἀνακτόρεος, ἀρχικός, αὐτοκρατορικός, βασιληίς, βασιλίς, δεσποινικός, δεσποτικός