ἀναλόγισμα
English (LSJ)
-ατος, τό, a result of reasoning, τὰ περὶ τούτων ἀ. Pl.Tht.186c.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
razonamiento τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα los razonamientos en torno a éstas (a las sensaciones), Pl.Tht.186c, τὸ δηλούμε νον ἀναλογίσματός τινος Epicur.Fr.[31] 7.7.
German (Pape)
[Seite 196] τό, das Zusammenhalten einer Sache mit einer andern, um ihr gegenseitiges Verhältniß auszumitteln, Vergleichung, Plat. Theaet. 186 c.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλόγισμα: ατος τό размышление, сопоставление, сравнение (τὰ περί τινος ἀναλογίσματα πρός τι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλόγισμα: -ατος, τό, ἡ ἐκ παραβολῆς κρίσις, τὸ ἐξ ἀναλογισμοῦ συμπέρασμα, τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 186C.
Greek Monolingual
ἀναλόγισμα, το (Α) ἀναλογίζομαι
συμπέρασμα που εξάγεται μετά από σύγκριση.