ἀναμαρτησία
English (LSJ)
ἡ, faultlessness, innocence, App.Pun.52.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
inocencia App.Pun.52
•en lit. crist. ausencia de pecado de Cristo, Leont.H.Nest.M.86.1473D, del hombre, Clem.Al.Strom.2.6.26.
German (Pape)
[Seite 197] ἡ, Fehlerlosigkeit, Unschuld, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
η (Α ἀναμαρτησία) ἀναμάρτητος
1. το να μην πέφτει κανείς σε σφάλματα, το αλάθητο
2. το να μην πέφτει κανείς σε αμαρτίες, αθωότητα, αγνότητα.