ἀνασκευαστικός

English (LSJ)

ἀνασκευαστική, ἀνασκευαστικόν,
A destructive, in Logic, ἀ. τόποι Arist.Top.152b37. Adv. ἀνασκευαστικῶς = destructively, by way of refutation, Id.APr.52a38.
2 c. gen., destructive of, ἀλλήλων S.E.M.8.196.
II restorative, curative, Sor.2.50, Dsc. 1.33. Adv. ἀνασκευαστικῶς Herod. Med. ap. Orib.5.30.17.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1destructivo op. κατασκευαστικός: ἀ. τόπος Arist.Top.152b37
c. gen. ἀ. ἀλλήλων αἰτίας S.E.M.8.196
en ret. forense de una definición refutatorio e.d. que no admite una disyuntiva al negar el cargo de la acusación, Fortunat.Rh.91.7.
2 curativo subst. τὰ ἀνασκευαστικά Sor.128.10, Dsc.1.33.
II adv. ἀνασκευαστικῶς
1 destructivamente δείκνυται Arist.APr.52a38.
2 con métodos terapéuticos Herod.Med. en Orib.5.30.17.

German (Pape)

[Seite 207] 1) widerlegend, Arist. top. 2, 2; Theon progymn. 3. – 2) zum Wiederherstellen geschickt.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασκευαστικός:
1 разрушительный, разрушающий (τινος Sext.);
2 опровергающий, служащий для опровержения (τόποι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκευαστικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλοςἁρμόδιος πρὸς ἀνασκευὴν ἢ ἀναίρεσιν, ἐν τῇ λογικῇ, ἀνασκευαστικοὶ τόποι Ἀριστ. Τοπ. 7. 2: ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀνασκευαστικῶς δείκνυται ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 46, 13. 2) μετὰ γεν. καταστρεπτικός τινος, ἀλλήλων Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 196.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνασκευαστικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να ανασκευάζει.