ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
διαιρετικός, ἀναιρετήριος, διαφθαρτικός, δαπτρεῖος, ἀνασκευαστικός, διακοπτικός